Εδώ και χρόνια πλανάται ένα αίσθημα αβεβαιότητας και ανασφάλειας για το αύριο σε όλες τις χώρες του κόσμου. Είναι αληθές όμως ότι αυτή η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα δεν είναι κάτι καινούργιο. Είναι κάτι που προϋπήρχε και χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και διαδρομή στον πλανήτη. Απλώς εντάθηκε τα τελευταία χρόνια.
Πολλοί αποδίδουν αρκετά δεινά, που χαρακτηρίζουν σήμερα τον κόσμο, σε αυτό που ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση. Κι έχει καταντήσει ο όρος να μοιάζει με έναν πίνακα με τόσο ασαφείς μορφές και χρώματα, όπου ο καθένας ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία τον βλέπει, να βλέπει ό,τι θέλει. Για τον υπουργό εθνικής οικονομίας μπορεί η παγκοσμιοποίηση να είναι η αιτία δραστικών μέτρων περιστολής δαπανών. Για τους διαδηλωτές μπορεί να είναι ο νέος εχθρός – φάντασμα ή οτιδήποτε άλλο.
Θα πρέπει να τονισθεί ότι για πρώτη φορά ο όρος παγκοσμιοποίηση εμφανίστηκε επιστημονικά μετά το 1983 και η χρήση του είναι μη μονοσήμαντη. Για ορισμένους η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται το θρίαμβο των αγορών, των χρηματιστηρίων, που πλέον κυριαρχούν εντελώς στη ζωή μας. Για άλλους η παγκοσμιοποίηση είναι η επικράτηση της πληροφορίας και του διαδικτύου (Internet). Για κάποιους η παγκοσμιοποίηση αποτελεί ισοπεδωτικό παράγοντα στον πολιτισμό και στις παραδόσεις. Για ορισμένους αποτελεί νίκη των πολυεθνικών επί των κρατικών κυβερνήσεων.
Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια πανάρχαια διαδικασία και ότι ο άνθρωπος είναι ένα ευάλωτο και αδύναμο όν. Οι μυϊκές του δυνάμεις είναι πολύ λίγες. Γι’ αυτό λοιπόν και είναι έμφυτη η τάση του ανθρώπου προς τον προστατευτισμό κάθε είδους, μέσα από τα σύνορα του κράτους – έθνους, μέσα στα πλαίσια και τις δομές της οικονομικής πολιτικής, συχνά μέσα από τις επιταγές της κουλτούρας, της παράδοσης και της θρησκείας. Η τάση όμως αυτή φαίνεται να αντιστρέφεται μέσα από την παγκοσμιοποίηση.
Κάθε κράτος νιώθει την αδυναμία της αυτοπροστασίας μέσα στα σύνορά του. Η Ευρώπη δεν αποτελεί πλέον νησίδα ασφαλείας και ελπίδα για τον πολίτη. Οι επικοινωνίες κάθε μορφής δίνουν τη δυνατότητα και στα πιο απομακρυσμένα σημεία του πλανήτη να επικοινωνούν πολύ εύκολα, πολύ γρήγορα και πολύ αποτελεσματικά. Η παγκοσμιοποίηση όμως συνιστά μια εντελώς παλαιά διαδικασία, από την ώρα που ο πρωτόγονος άνθρωπος αποφάσισε ότι δεν μπορεί να αρκείται ούτε μόνον στις πρώτες ύλες, που έχει δίπλα του, αλλά ούτε και στους αποδέκτες των προϊόντων, που έχει δίπλα του. Πιο πέρα, πιο μακριά ήταν πάντοτε το σύνθημα-έμβλημα που υπάρχει έμφυτο στην ανθρώπινη φύση.
Ο Theodore Levitt, ορίζει την παγκοσμιοποίηση ως μια προσπάθεια σύγκλισης των αγορών και των οικονομιών. Ως μια συνέπεια της προώθησης της τεχνολογίας σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου οι διάφορες επιχειρήσεις παράγουν περίπου το ίδιο προϊόν, με τον ίδιο τρόπο, με τα καταλληλότερα στελέχη και με το μικρότερο κόστος.
Σύμφωνα με έναν άλλο όμως, πιο διευρυμένο και πιο ευρύ, ορισμό, η παγκοσμιοποίηση περιλαμβάνει την αλυσίδα παραγωγής και δημιουργίας προστιθέμενης αξίας, κατ’ αρχήν πνευματικής – επιστημονικής, αλλά όχι μόνον, την έρευνα, την ανάπτυξη, τις τεχνολογίες, τις μεταφορές, το εμπόριο, τις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ουσιαστικά η παγκοσμιοποίηση συνιστά μια μορφή διαχείρισης και οργάνωσης σε παγκόσμια κλίμακα, αντίστοιχη με αυτήν των πολυεθνικών εταιρειών. Κέντρο βάρους στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον δεν είναι πλέον το κράτος και οι κρατικές κυβερνήσεις, τουλάχιστον στο βαθμό που ήταν στο παρελθόν, αλλά η επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως αυτή εκφράζεται συνήθως με τη μορφή των πολυεθνικών εταιρειών.
Η παγκοσμιοποίηση συνιστά ρήξη με το παρελθόν. Απαιτεί επομένως επαναδιάρθρωση των εθνικών οικονομιών με βάση τους προσανατολισμούς της παγκόσμιας οικονομίας κι όχι τους στόχους του κράτους – έθνους ή του μεμονωμένου ατόμου.
Πώς όμως φθάσαμε στη ρήξη με το παρελθόν; Οι δομές του κράτους, πολύ συχνά, δεν παρακολουθούν τις προσδοκίες της κοινωνίας. Αφενός ο συντηρητισμός, η έμφυτη τάση δηλαδή του ατόμου για διατήρηση και συντήρηση των κεκτημένων, αφετέρου η οικειοποίηση των κατεστημένων δομών προς ίδιον όφελος δημιουργούν αγκυλώσεις. Αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι δεν ακολούθησε η διάρθρωση των κρατικών δομών τις προσδοκίες της κοινωνίας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο την τελευταία εικοσαετία το εθνικό προϊόν κινείται με ρυθμούς μικρότερους από 2%. Ταυτόχρονα το παγκόσμιο εμπόριο αναπτύσσεται με υπερδιπλάσιους ρυθμούς αύξησης, μεγαλύτερους από 5%. Όταν το εμπόριο αναπτύσσεται διεθνώς, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει αδράνεια σε κρατικό επίπεδο, η παγκοσμιοποίηση είναι επερχόμενη και ώς ένα βαθμό αναπόφευκτη κατάσταση, η οποία βεβαίως εντάθηκε από την κυριαρχία των νέων τεχνολογιών και τη μετάδοση της πληροφορίας.
Τρεις θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι σήμερα οι κινητήριες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης. Αφενός οι νέες μορφές τεχνολογίας και επικοινωνίας, οι οποίες πλέον καθιστούν τα πιο αποτελεσματικά και σύγχρονα προϊόντα προσπελάσιμα σε κάθε πολίτη αυτού του κόσμου, οι διεθνείς κεφαλαιαγορές, που δίνουν τη δυνατότητα μεταφοράς τεράστιων κεφαλαίων σε λίγα λεπτά από τη μια άκρη της γης στην άλλη, και τέλος, η πολιτική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών. Βέβαια και η Μ. Βρετανία είχε πολιτική δύναμη μεταξύ 1850-1940. Δεν ίσχυαν όμως τότε οι άλλες δυο προϋποθέσεις: Δεν υπήρχε η δυνατότητα μεταφοράς κεφαλαίων και δεν υπήρχε η τεχνολογία που έχουμε σήμερα.
Μια πρώτη συνέπεια και επίπτωση του παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος είναι η ανάγκη για οικονομική αποτελεσματικότητα, που σημαίνει όξυνση του ανταγωνισμού. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι ζούμε σ΄ ένα εξόχως ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου προϋπόθεση επιβίωσης είναι η αναζήτηση και αξιοποίηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος καθενός. Πρέπει να ξεχάσουμε το οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο ζήσαμε επί δεκαετίες.
Μια ουσιωδέστατη επίπτωση του παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος είναι η άμβλυνση της σημασίας των συνόρων. Κι όταν λέω σύνορα, αναφέρομαι στα εδαφικά σύνορα ανάμεσα στα διάφορα κράτη, γιατί βέβαια σύνορα υπάρχουν πολλών ειδών. Μπορεί να έχουμε σύνορα στο μυαλό μας, στην κουλτούρα μας, στις ψυχές μας. Ας θυμηθούμε όμως πώς φτάσαμε στη διαμόρφωση των συνόρων και τι σημαίνει η άμβλυνση της σημασίας τους. Από το κράτος – πόλη του 5ου αιώνα, το οποίο απεδείχθη μη επαρκές στον Πελοποννησιακό πόλεμο, αποδέχθηκαν εύκολα οι κοινωνίες το κράτος-αυτοκρατορία, με τη Μακεδονική αυτοκρατορία κατ’ αρχήν, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατόπιν, τη Βυζαντινή και Οθωμανική στην περιοχή μας, την Κινεζική στην ανατολή, κ.λπ.
Από τον 16ο αιώνα όμως και μέχρι τον 19ο αιώνα, διαμορφώνεται το κράτος-έθνος. Το κράτος δηλαδή, που στηρίζεται σε μια συμπαγή, λίγο ή πολύ, εθνική ενότητα και που συνήθως αποκρυσταλλώνει μια οικονομική οντότητα. Έτσι η Βρετανία έγινε κράτος – έθνος απορροφώντας η Αγγλία τη Σκωτία, γιατί αυτό εξυπηρετούσε και έναν οικονομικό σκοπό. Σήμερα αυτού του είδους τα σύνορα, που διαμορφώθηκαν στο διάβα των αιώνων και κυρίως τους τρεις τελευταίους αιώνες, αρχίζουν να έχουν σχετική μόνον αξία. Η παγκοσμιοποίηση δεν θέλει τα σύνορα. Γι’ αυτό και στο βαθμό που θα μπορούσε να το επιβάλλει, αμβλύνει την έννοια των συνόρων, διότι θέλει την εύκολη διακίνηση αγαθών και ανθρώπων. Αυτό είναι η κυρίαρχη σκέψη σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες είναι ο μοχλός της παγκοσμιοποίησης. Μήπως όμως τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου ωθήσουν τις ίδιες τις Η.Π.Α. σε μια μορφή προστατευτισμού και σε μια νέα ανάδειξη της σημασίας των εθνικών συνόρων, με ο,τιδήποτε συνεπάγεται και για τον υπόλοιπο κόσμο;
Υπό τις κρατούσες όμως συνθήκες, τα εθνικά σύνορα δεν έχουν τη σημασία, που είχαν πριν από 2 ή 3 δεκαετίες. Και βλέπουμε, αυτοβούλως πλέον, τις κυβερνήσεις να καταθέτουν ένα μέρος της κρατικής τους κυριαρχίας σε διακρατικούς οργανισμούς. Είναι αυτό που κάνει η Ελλάδα σήμερα στα πλαίσια της ΕυρωπαΙκής Ένωσης. Ας μην αυταπατώμεθα, πολλές αποφάσεις δεν λαμβάνονται στην Αθήνα, αλλά στις Βρυξέλλες.
Από την άλλη πλευρά κάποιος θα μπορούσε να διερωτηθεί μήπως το κράτος-έθνος εξαφανίζεται;. Ευτυχώς για το κράτος – έθνος, η απάντηση είναι όχι. Δεν εξαφανίζεται αλλά μετασχηματίζεται. Αποκτά απλώς έναν καινούργιο ρόλο.
Σε ό,τι αφορά την οικονομία και τις επιπτώσεις που έχει η παγκοσμιοποίηση, κυρίαρχη πλέον είναι η αλληλεξάρτηση μεταξύ των κυβερνήσεων, των κρατών, των επιχειρήσεων και των ατόμων. Πολύ δύσκολα πλέον μια χώρα μπορεί να κάνει από μόνη της αυτό που θέλει και είναι εμφανέστατη η αλληλεξάρτηση. Όμως μια από τις συνέπειες είναι και η αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ πλουσίων και φτωχών.
Σε ένα τέτοιο ασταθές περιβάλλον είναι πλέον αδύνατος ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός. Οι επιστήμονες αδυνατούν να προβλέψουν ορθολογικά και τεκμηριωμένα τι θα γίνει σε 10-15 χρόνια. Κάποιες συγκυρίες, που είναι αδύνατον να προβλεφθούν, ώς ένα βαθμό θα αλλάξουν άρδην αυτό που αιτιοκρατικά το ανθρώπινο μυαλό προβλέπει, και προβλέπει πάντοτε με βάση αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα.
Η τεχνολογία και το διαδύκτιο είναι δυο τομείς που επιτρέπουν στην πληροφορία να μεταδίδεται πολύ εύκολα από τον ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή στον άλλον σε μερικά δευτερόλεπτα. Αυτό όμως σημαίνει και πολύ μεγάλη δυνατότητα επιβολής προπαγάνδας. Αυτός ο οποίος μεταδίδει την πληροφορία, και τα κέντρα μετάδοσης των πληροφοριών είναι λίγα, έχει φοβερές δυνατότητες στο να επιβάλλει στους ανθρώπους ορισμένες απόψεις. Το άτομο ώς ένα βαθμό συνθλίβεται υπό αυτές τις συνθήκες.
Ένας άλλος τομέας με αμφίσημες τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης είναι η ισοπέδωση των πολιτισμών. Κυρίαρχο πια αναδεικνύεται το μοντέλο του καταναλωτικού ατόμου. Πολιτισμοί και γλώσσες με διαδρομές αιώνων είτε κινδυνεύουν να αφανισθούν είτε συρρικνώνονται. Το μοντέλο που προβάλλεται είναι το μοντέλο της καταναλωτικής ευτυχίας. Χωρίς αξίες όμως μπορεί να προχωρήσει ο κόσμος; Και τι θα γίνει με όλους τους πενομένους, που βλέπουν αυτό τα μοντέλο στο γυαλί της τηλεόρασης αλλά δεν μπορούν να το αποκτήσουν οι ίδιοι; Που αναζητούν προσδοκίες ή παραδείσους μέσα από τη μετανάστευση; Τι θα γίνει με τη δημογραφική εξέλιξη; Ξεπεράσαμε τα 6 δισεκατομμύρια ψυχές παγκοσμίως, ενώ ήμασταν πριν από 4 δεκαετίες 3 δισεκατομμύρια και θα είμαστε σε 25 χρόνια από σήμερα περισσότερο από 10 δισεκατομμύρια άνθρωποι; Είναι ερωτήματα που τίθενται επιτακτικά σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πώς όμως θα επηρεάσει η παγκοσμιοποίηση την Ελλάδα, μια μικρή χώρα, με ευφυείς ανθρώπους, με παράδοση πολιτισμού και με πολύ καλές συνθήκες διαβίωσης, που συνιστούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματά μας;
Μια επίπτωση που θα αφορά τη χώρα μας είναι η άμβλυνση των συνόρων. Κι εδώ πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι ο Ελληνικός λαός είναι ένας λαός ώς ένα βαθμό ανάδελφος, που περιστοιχίζεται από Τούρκους, Αλβανούς και Σλάβους κι επομένως, χωρίς ψευδαισθήσεις, θα πρέπει να επιδιώκουμε έναν ισχυρό και ευέλικτο στρατό, που αποτελεί τη μόνη αποτρεπτική δύναμη.
Η Ελλάδα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον πρέπει να αναζητήσει ισχυρή οικονομία με κυρίαρχο το ρόλο των επιχειρήσεων και πρωτοβουλίες στο φυσικό μας χώρο, που είναι τα Βαλκάνια και η Ανατολική Μεσόγειος.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να προσδιορίσουμε σαφείς κανόνες παιχνιδιού, πρώτα για τη χώρα μας, που έχει ασαφές θεσμικό και οικονομικό περιβάλλον. Πρέπει κάποτε να αποκαταστήσουμε ένα σαφές πλαίσιο λειτουργίας των κρατικών μας δομών. Και υπό τις συνθήκες αυτές μπορεί η Ελλάδα κάλλιστα να έχει μια διαδρομή αντίστοιχη με την Ιρλανδία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είμαστε μεν μικρή χώρα, αλλά μπορούμε να προσελκύσουμε επενδύσεις τεχνολογίας υψηλής προστιθέμενης αξίας, αξιοποιώντας τη βασική πρώτη ύλη των Ελλήνων, που είναι το μυαλό.
Φυσικά, στην καταιγίδα πολιτισμικής ισοπέδωσης δεν πρέπει να ξεχνούμε την ιστορική μας μνήμη, η οποία πρέπει να περάσει στην επόμενη γενιά.
Στο άτομο λοιπόν η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί κινδύνους αλλά και νέες ευκαιρίες. Πάνω από όλα όμως πρέπει να εθισθούμε σε ένα νέο τρόπο σκέψης και δράσης σε ασταθές περιβάλλον.