Για να είναι μια πολιτική απόφαση ορθή, προαπαιτούμενο είναι η εκ των προτέρων αξιολόγηση των συνεπειών που θα επέλθουν και όχι ιδεολογικοί αφορισμοί. Η πώληση του ΟΤΕ και η εκχώρηση της διοίκησής του είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και δεν αρκούν ιδεοληψίες και δογματισμοί για να την δικαιολογήσουν.
Σήμερα το Ελληνικό Δημόσιο κατέχει το 38,7% του ΟΤΕ. Στη Γαλλία το Γαλλικό Δημόσιο κατέχει το 33% του Γαλλικού ΟΤΕ, στη Γερμανία το Γερμανικό Δημόσιο κατέχει το 38% του Γερμανικού ΟΤΕ. Με βάση το εμπορικό μας Δίκαιο, στον ΟΤΕ (που είναι ανώνυμη εταιρεία) για να ελεγχθούν κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια, την τιμολογιακή πολιτική, τις νέες υπηρεσίες, θα πρέπει να υφίσταται η λεγόμενη καταστατική μειοψηφία, να κατέχει δηλαδή κάποιος το 33% του μετοχικού κεφαλαίου. Η δυνατότητα αυτή χάνεται αν το κράτος κατέχει λιγότερο από το 33% του ΟΤΕ. Και είναι τουλάχιστον αφελής η θέση ότι με ένα μικρό ποσοστό της τάξης του 10% μπορεί το Ελληνικό Δημόσιο να ελέγχει κρίσιμες επιλογές του ΟΤΕ.
Προβάλλεται και η άποψη ότι τα εποπτεύοντα τον ΟΤΕ υπουργεία αδυνατούν να τον διαχειρισθούν σύμφωνα με τις απαιτήσεις ενός εξόχως ανταγωνιστικού διεθνούς περιβάλλοντος και γι’ αυτό προτιμούν να τον πωλήσουν. Αν είναι τόσο ανίκανοι οι πολιτικοί που διατυπώνουν μια τέτοια άποψη, είναι προτιμότερο να πάνε σπίτι τους.
Στο ζήτημα του ΟΤΕ συγκρούονται δυο απόψεις για το ρόλο του κράτους στην οικονομία. Η νεοφιλελεύθερη άποψη περιμένει ότι τη λύση των οικονομικών προβλημάτων θα δώσουν σχεδόν αυτόματα η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και ο ανταγωνισμός.
Για την προοδευτική άποψη το κράτος πρέπει να έχει παρεμβατικό ρόλο, να διαμορφώνει το οικονομικό περιβάλλον και όχι να το παρακολουθεί ως θεατής.
Η τηλεπικοινωνιακή αγορά είναι ολιγοπωλιακή και μόνο η κρατική παρουσία με τον έλεγχο του ΟΤΕ και της Cosmote διασφαλίζει το συμφέρον του καταναλωτή, ότι δηλαδή τα τιμολόγια θα παραμείνουν χαμηλά με διατήρηση υψηλής ποιότητας υπηρεσίας και το εθνικό συμφέρον του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών.
Επιπλέον δεν υπάρχει λόγος πώλησης μιας επιχείρησης (στο βαθμό της απώλειας του ελέγχου της), όταν αυτή εμφανίζει υψηλή κερδοφορία που της επιτρέπει να χρηματοδοτήσει τις απαραίτητες επενδύσεις εκσυγχρονισμού και επέκτασης. Και η κερδοφορία του ΟΤΕ και της Cosmote είναι τα τελευταία χρόνια υψηλή (με εξαίρεση τα έτη 2004, 2005).
Η μόνη ουσιαστική θετική συνέπεια από την πώληση του ΟΤΕ είναι ότι το ποσόν που θα εισπραχθεί θα συμβάλλει στη μείωση του δημόσιου χρέους και συνεπώς στην ελάφρυνση των δημόσιων οικονομικών και της φορολογίας.
Αποτιμώντας το ισοζύγιο από την πιθανή πώληση του ΟΤΕ, τα αρνητικά εμφανίζονται περισσότερα από τα θετικά. Ο ΟΤΕ, για προστασία του καταναλωτή και του εθνικού συμφέροντος, πρέπει να παραμείνει υπό κρατικό έλεγχο.