Όσοι έχουν την τύχη ν’ ανηφορίσουν δυο εβδομάδες μετά το Δεκαπενταύγουστο στη λίμνη Κερκίνη και πιο πέρα στο Πετρίτσι, αντικρίζουν ένα μελαγχολικό θέαμα: οι φωλιές των πελαργών έχουν ερημώσει.
Το καλοκαίρι είναι για τους περισσότερους, όσους ζουν στα αστικά κέντρα, περίοδος ραστώνης. Για άλλους όμως, για τους ξεχασμένους Έλληνες της υπαίθρου, για τους ασχολούμενους με τον τουρισμό, είναι περίοδος έντονης εργασίας. Ραστώνη για τους μεν, υπερεργασία για τους δε. Οι δύο πάντοτε διαφορετικές όψεις της ζωής.
Οι περισσότεροι όμως το καλοκαίρι προσπαθούμε να ξαναβρούμε το χαμένο εαυτό μας, που η τύρβη και η τριβή της καθημερινότητας αλλοιώνουν τον υπόλοιπο χρόνο. Λίγο οι μεγάλες μέρες, λίγο οι ζεστές νύχτες, λίγο η αφθονία των καρπών της γης, μας μεταμορφώνουν, συνήθως όμως για λίγο.
Καθώς το φεγγάρι βασιλεύει προς το ξημέρωμα, πολλοί διερωτώνται: τι αξίζει τελικά στη ζωή; Τι απομένει από το φθηνό και άκρατο καταναλωτισμό; Γιατί είναι πιο σημαντικά διακόσια Ευρώ από ένα ηλιοβασίλεμα στη Σίβηρη; Γιατί είναι πιο σημαντική μια καρέκλα εξουσίας από τη γνώση; Γιατί μερικά λεπτά τηλεθέασης μιας απύθμενης ασημαντότητας αξίζουν περισσότερο από την αγάπη λίγων; Τι απομένει τελικά σ’ όσους επιδιώκουν και φυλάσσουν μάταια και ψευδή;
Το καλοκαίρι δίνει περισσότερες ευκαιρίες για περισυλλογή. Πόσοι όμως θέτουν στους εαυτούς τους το αμείλικτο ερώτημα «πού πάμε»; Θα εξακολουθήσουν να μας απασχολούν τα μικρά ή θα καταπιαστούμε και με κάτι πιο σημαντικό; Και τι είναι σημαντικό για τον καθένα; Θα συνεχίσουμε την πορεία του παρελθόντος ή θ’ αλλάξουμε ρότα; Κατέχουμε την πυξίδα της ζωής ή την έχουμε απωλέσει;
Βέβαια τέτοια ερωτήματα για τους πολλούς που ζουν την ανασφάλεια του μικρού μεροκάματου, της ανεργίας, της φτώχειας φαντάζουν αδικαιολόγητες πολυτέλειες. Το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που στοχεύει στο μικρότερο κόστος, στην αύξηση της παραγωγικότητας, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, όπου τίποτε δεν είναι εξασφαλισμένο για αύριο, δίνει λίγα περιθώρια για τέτοιους προβληματισμούς. Μπορούμε όμως ν’ αντισταθούμε στην παγίδα του περισσότερου πλούτου και των ανέσεων, της επιφανειακότητας, του φανταχτερού και συχνά κατά βάθος φτηνού.
Οι πελαργοί και τα χελιδόνια που φεύγουν, οι μέρες που μικραίνουν, το καλοκαίρι που λιγοστεύει, παίρνουν κάτι από την ψυχή μας. Και ίσως έτσι να είμαστε πιο ευτυχισμένοι, στη μακαριότητα της άγνοιας, συμβιβασμένοι με την πεζή καθημερινότητα και αγνοώντας την κλεψύδρα του χρόνου που μας έκλεψε ένα ακόμη καλοκαίρι από την (έτσι και αλλιώς σύντομη και μάταιη) ζωή μας.