Γεωπολιτικά, Χρηματο-οικονομικά Συμφέροντα
και Εθνικοί Στόχοι
Πανηγυρικός Λόγος 25 Μαρτίου 2012
Τι προσδιορίζει Σεβασμιότατε, Κυρίες και Κύριοι, την πορεία ενός Έθνους, ενός Κράτους;
Πρώτα από όλα η βούληση των πολιτών του για ένα καλύτερο, για ένα διαφορετικό αύριο.
Δεν αρκεί να θέλεις, όμως, κάτι, πρέπει και να το μπορείς. Κοντά στη βούληση πρέπει να υπάρχουν οι ικανότητες, η εργασία, το ταλέντο, που κι αυτές δεν είναι αρκετές αν δεν συνοδεύονται από την κατάλληλη οργάνωση και μέθοδο.
Δεν ζούμε όμως μόνοι σ΄ αυτόν τον κόσμο. Συνυπάρχουμε με τα συμφέροντα των ισχυρών της γης αλλά και με τις επιδιώξεις των γειτόνων μας. Η μόνη ασφαλής δικλείδα ευόδωσης των όποιων εθνικών στόχων και επιδιώξεων, σύμφωνα με τη ρεαλιστική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων, είναι η σύμπτωση των εθνικών συμφερόντων με τα συμφέροντα των άλλων, κυρίως των ισχυρών της γης.
Τα συμφέροντα ενός Κράτους μπορεί να είναι γεωπολιτικά, να αφορούν δηλαδή ζητήματα αμυντικά, την εξαγωγή ορυκτών ή την παραγωγή προϊόντων, την εκμετάλλευση και αξιοποίηση της γης. Μπορούν όμως τα συμφέροντα να είναι και χρηματο- οικονομικά, να αφορούν δηλαδή δάνεια και γενικότερα τη ροή των κεφαλαίων και του χρήματος.
Δεν καθορίζουν όμως πάντοτε μόνο τα συμφέροντα την πορεία ενός Κράτους ή ενός λαού. Υπάρχουν και ανθρώπινες δυνάμεις πέραν της λογικής: το παράλογο, το πάθος, η μεγαλομανία, η εκδικητικότητα.
Το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821 ήταν καταρχήν η έκρηξη της βούλησης ενός λαού που αναζητούσε αυτοδιάθεση, ελευθερία και προσδιορισμό από τον ίδιο της μοίρας και της προοπτικής του. Η επανάσταση όμως έκρυβε και άλλες λαϊκές και κοινωνικές επιδιώξεις.
Οι επαναστατημένοι προσδοκούσαν μια άλλη οικονομική οργάνωση και περισσότερη ευημερία. Δεν έλειπε, όμως, και η υστεροβουλία για νομή της νέας εξουσίας που θα εδημιουργείτο.
Αρκούσε όμως το αγωνιστικό και επαναστατικό πνεύμα των Ελλήνων ως μόνη κινητήρια δύναμη για το ξέσπασμα, τη μετάδοση και την επιτυχία της επανάστασης του 1821; Προφανώς όχι. Ουσιώδεις κινητήριες δυνάμεις για την επιτυχία της επανάστασης των Ελλήνων υπήρξαν η πρόοδος της ναυτιλίας και του εμπορίου, η σχετική άνθηση της παιδείας που αφύπνισε το λαό και τέλος μια καλή οργάνωση χάρη στα νήματα και το δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας, ιδίως στην Πελοπόννησο.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης θεωρούσε ότι το ξεκίνημα της Επανάστασης από τη Μολδοβλαχία θα είχε τη στήριξη της Ρωσίας και θα δημιουργούσε επαναστατικό κύμα σ΄ όλη τη Βαλκανική. Οι προσδοκίες του αποδείχθηκαν φρούδες και το εγχείρημά του κατεστάλη από τον Σουλτάνο και εύκολα και γρήγορα.
Αντίθετα, στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα συνέτρεχαν πολύ πιο αντικειμενικές προϋποθέσεις και καταστάσεις για την επιτυχία ενός επαναστατικού εγχειρήματος κατά της πανίσχυρης τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πράγματι, νότια από τη Θεσσαλία και την Ήπειρο κατοικούσαν το 1821 συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί που υπερείχαν κατά πολύ σε αριθμό από τους εγκατεστημένους στις περιοχές αυτές Τούρκους. Αλλά και το ανάγλυφο του εδάφους ευνοούσε επαναστατικές κινήσεις ατάκτων. Η ορεινή διαμόρφωση, οι πολλές οροσειρές έφραζαν την είσοδο από Βορρά στη Στερεά Ελλάδα και άφηναν λίγες μόνο διόδους διέλευσης για τα στρατεύματα του Σουλτάνου. Η μεγάλη απόσταση της Πελοποννήσου από τα κύρια στρατιωτικά κέντρα και την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, θα δυσχέραινε περαιτέρω τη γρήγορη επέμβαση των στρατευμάτων της Υψηλής Πύλης. Υπήρχε και ένα συγκυριακό γεγονός στις αρχές του 1821: ο τουρκικός στρατός ήταν μειωμένος στη νότια Ελλάδα, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα του και ο αρχηγός του Χουρσίτ πασάς βρισκόταν στην Ήπειρο για την καταστολή της ανταρσίας του Αλή πασά.
Όταν όμως ξεσπά η ελληνική επανάσταση το διεθνές περιβάλλον είναι εξαιρετικά αρνητικό για ένα τέτοιο εγχείρημα. Η Ιερά Συμμαχία που συνήφθη μετά την ήττα του Ναπολέοντα και της Γαλλίας στο Βατερλό το 1815 μεταξύ της Αγγλίας, Ρωσίας και Αυστρίας, είχε ως κύριο στόχο τη διατήρηση του status quo ante, μιας παγιωμένης δηλαδή κατάστασης και ως εκ τούτου υπήρχε στους ισχυρούς της Ευρώπης ένα αρνητικό κλίμα στο ξέσπασμα οποιουδήποτε εθνικο- απελευθερωτικού κινήματος. Έτσι, οι ηγεμόνες της Ιεράς Συμμαχίας αποδοκίμασαν τον Ιανουάριο του 1821 τις εξεγέρσεις που είχαν εκδηλωθεί στην Ιταλία (που δεν ήταν τότε το ενωμένο κράτος που ξέρουμε σήμερα) και την Ισπανία. Όταν γίνεται γνωστό το κίνημα του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες το αποκηρύσσουν συλλήβδην, μεταξύ αυτών και ο τσάρος της Ρωσίας, από τον οποίο οι επαναστατημένοι Έλληνες προσδοκούσαν αφελώς συνδρομή. Μόνο χάρη στις ενέργειες του Καποδίστρια, Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, απετράπη απόφαση για άμεση επέμβαση των δυνάμεων υπέρ της Τουρκίας.
Έτσι, το διεθνές κλίμα είναι εξαιρετικά αρνητικό για την Ελλάδα, όταν ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Μπότσαρης, ο Διάκος, ο Μιαούλης, ο Κανάρης και οι τόσοι άλλοι ήρωες του αγώνα θα συνήγειραν τους υπόδουλους Έλληνες και θα τους έπειθαν ότι αξίζει η αυτοθυσία στην προοπτική της ελευθερίας και αξιοπρέπειας για τους ίδιους και τις επόμενες γενιές. Χωρίς την εξέγερση και την αυτοθυσία των Ελλήνων, κανείς στον κόσμο δεν θα είχε ασχοληθεί με το ελληνικό ζήτημα.
Τα αντίποινα και οι θηριωδίες των Τούρκων το 1821-22, οι σφαγές και οι μετακινήσεις άμαχου πληθυσμού και γυναικόπαιδων, οι πυρπολήσεις των περιουσιών των χριστιανικών πληθυσμών, οι εξανδραποδισμοί, οι βιασμοί, κατέληξαν στο εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδίωκε η Οθωμανική διοίκηση. Όχι μόνο δεν πτοήθηκαν οι επαναστατημένοι Έλληνες, αλλά άρχισε να δημιουργείται ένα κλίμα ενθουσιασμού στους ευρωπαϊκούς λαούς υπέρ των Ελλήνων, γνωστό και ως φιλελληνισμός. Το κύμα συμπάθειας και ενθουσιασμού γρήγορα μετατράπηκε σε ενεργή στήριξη και συμμετοχή στον αγώνα των Ελλήνων. Οι φιλέλληνες στήριξαν τον αγώνα οικονομικά και πολλοί από αυτούς πολέμησαν και έδωσαν τη ζωή τους υπέρ των Ελλήνων στο πεδίο της μάχης. Ο άγγλος Byron, ο ιταλός Σανταρόζα, ο ελβετός Μάγιερ και τόσοι άλλοι άφησαν την καλοπέραση και την ευζωία τους για μας. Ίσως μέσα στο φιλελληνικό ρεύμα να παρεισέφρυσαν και τυχοδιωκτικά στοιχεία, η μεγάλη όμως πλειοψηφία των φιλελλήνων ήταν άδολοι, αγνοί, λαϊκοί αγωνιστές.
Μια όμως πιο προσεκτική θεώρηση των πραγματικών συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων της εποχής δείχνει ότι η σύμπτωσή τους στα πλαίσια της Ιεράς Συμμαχίας ήταν καθαρά επιφανειακή και συγκυριακή. Η Αγγλία, η υπερδύναμη της εποχής, ισχυρή ναυτική δύναμη, δεν ήταν ευχαριστημένη από τις παλινωδίες του Σουλτάνου και αναζητούσε ένα σταθερό σύμμαχο στην ανατολική Μεσόγειο. Η Ρωσία ήταν σε συνεχείς διενέξεις με τους Οθωμανούς, είχε διαρκή επιδίωξη την έξοδο από τον Εύξεινο στο Αιγαίο και δεν είχε αφυπνισθεί ακόμη η σλαβική συνείδηση των υπόλοιπων Βαλκάνιων υπόδουλων. Η Γαλλία, ηττημένη μεν το 1815, αλλά όχι διαλυμένη ούτε εξουθενωμένη, επανήλθε στα σύνορα που είχε πριν τους Ναπολεόντειους πολέμους και από το 1822 ξεδιπλώνει τη μεσογειακή της πολιτική και εγκαθίσταται στην Αλγερία. Και η Αυστρία τέλος αρχίζει να αναπτύσσει διαθέσεις επέκτασης προς την κεντρική Βαλκανική. Η Γερμανία δεν υφίσταται ως ενιαίο κράτος, μορφοποιήθηκε άλλωστε από τον Βίσμαρκ το 1870, υφίστανται απλώς γερμανικά κρατίδια, μεταξύ αυτών η Πρωσία και η Βαυαρία.
Έτσι, αφενός το φιλελληνικό ρεύμα και αφετέρου η ρεαλιστικότερη εκτίμηση των μακροπρόθεσμων αγγλικών συμφερόντων οδηγούν τον άγγλο υπουργό εξωτερικών George Kanning σε στροφή της αγγλικής πολιτικής απέναντι στο ελληνικό ζήτημα καταρχήν προς την ουδετερότητα. Έτσι η Αγγλία διαμηνύει προς την Υψηλή Πύλη ότι προϋπόθεση για τη φιλική στάση της Αγγλίας προς την Τουρκία θα αποτελεί η εκπλήρωση των υποχρεώσεών της απέναντι στους χριστιανούς υπηκόους της. Η μεταστροφή της αγγλικής πολιτικής οδηγεί και τη ρωσική πολιτική σε αναδίπλωση που φθάνει στο σημείο να προτείνει το 1824 την ίδρυση στην Ελλάδα τριών ηγεμονιών υποτελών στο σουλτάνο: της Ανατολικής Ελλάδας, της Δυτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου, πρόταση που απορρίπτεται από τις άλλες Δυνάμεις.
Στο μεταξύ τα διαφαινόμενα αδιέξοδα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στις επαναστατημένες περιοχές οδηγούν την Τρίτη Εθνοσυνέλευση το 1825, να απευθύνει δραματικό ψήφισμα, με το οποίο το ελληνικό έθνος έθετε εκουσίως την προοπτική ελευθερίας και εθνικής ανεξαρτησίας υπό τη μοναδική εγγύηση της Αγγλίας. Ο George Kanning όμως με επιστολή του προς τον Κολοκοτρώνη και το Μιαούλη ως αρχηγούς των χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων της Ελλάδας, διαδηλώνει ότι η Αγγλία δεν μπορεί να αποδεχθεί το ελληνικό αίτημα.
Μια εξέγερση όμως σαν την ελληνική επανάσταση χρειάζεται οικονομικούς πόρους. Η οικονομική συνδρομή ελλήνων του εξωτερικού, κάποιων προεστών και η κατάληψη των θησαυροφυλακίων των Τούρκων στις πόλεις που απελευθερώνονταν εξάντλησε τις δυνατότητές της μετά το 1822, σε συνδυασμό με την απουσία αξιόπιστου φοροεισπρακτικού μηχανισμού στην επαναστατημένη Ελλάδα. Ως μόνη σοβαρή πηγή χρηματο-οικονομικής στήριξης του ελληνικού αγώνα αποτελούν πλέον οι μεγάλες Τράπεζες της Αγγλίας, οι οποίες μετά τη στροφή του άγγλου υπουργού εξωτερικών Kanning εξετάζουν ευνοϊκά τα αιτήματα του υπό δημιουργία νεότευκτου ελληνικού κράτους για δανεισμό. Έτσι, άγγλοι τραπεζίτες δανείζουν το Φεβρουάριο του 1824 το υπό δημιουργία ελληνικό κράτος με το ποσό των 800.000 λιρών αγγλίας, το οποίο όμως, μετά την αφαίρεση της προμήθειας και των ασφαλίστρων περιορίζεται σε 427.000 λίρες για να φθάσει μετά την προκαταβολή τόκων και χρεωλυσίων το ποσό των 384.000 λιρών. Η εισροή του ποσού αυτού στην Ελλάδα όξυνε τα πολιτικά πάθη και τις προσπάθειες για οικειοποίηση και διασπάθιση του ιλιγγιώδους για την εποχή εκείνη ποσού. Καθώς το πρώτο αυτό δάνειο εξαντλήθηκε γρήγορα, συνάπτεται το καλοκαίρι του 1824 νέο δάνειο ύψους 2 εκατομμυρίων λιρών, για να φθάσουν τελικώς στην Ελλάδα μόλις 816.000 λίρες. Και τα δύο δάνεια είχαν επαχθείς και ληστρικούς όρους, κυρίως σ΄ ό,τι αφορά τα επιτόκια .
Στο στρατιωτικό μέτωπο, το 1826 το Μεσολόγγι έχει πέσει και ο Ιμπραήμ έχει καταπνίξει την ελληνική επανάσταση σχεδόν παντού. Ο ελληνικός αγώνας 5 ετών, από το 1821 έως το 1826 δίνει την εντύπωση ακόμη ενός αποτυχημένου επαναστατικού κινήματος.
Τελικώς η ελληνική υπόθεση διασώζεται χάρη στη σύμπτωση των γεωπολιτικών και χρηματο- οικονομικών συμφερόντων των Δυνάμεων, που επιβάλλουν άμεσα αποφάσεις και δράση σε βάρος της Τουρκίας. Ποιός θα πλήρωνε τα δανεικά στους τραπεζίτες στο Λονδίνο αν καταπνιγόταν η Ελληνική Επανάσταση; Πώς θα τιθασσεύονταν οι τουρκικές ορέξεις και επιδιώξεις αν έσβηνε το υπό δημιουργία ελληνικό κράτος;
Πράγματι τον Απρίλιο του 1825 συνάπτεται μεταξύ Ρωσίας- Αγγλίας το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, με το οποίο αναγνωρίζεται στους Έλληνες το δικαίωμα για πολιτική ανεξαρτησία και δηλωνόταν ότι αν η Υψηλή Πύλη δεχόταν τη διαμεσολάβηση των δύο Δυνάμεων, αυτές θα επιδίωκαν να παραμείνει η Ελλάδα φόρου υποτελής στο σουλτάνο και να διοικείται από κυβερνήτες της επιλογής των Ελλήνων. Αν η Τουρκία απέρριπτε τη διαμεσολάβηση, οι δύο Δυνάμεις επιφύλασσαν στους εαυτούς τους το δικαίωμα επιβολής με τη βία, από κοινού ή ξεχωριστά. Τα σύνορα του υπό δημιουργία κράτους θα προσδιορίζονταν σε συνεργασία με τη Γαλλία, την Αυστρία και την Πρωσία. Οι Δυνάμεις δεν ξεχνούν ότι συνυπάρχουν στα πλαίσια της Ιεράς Συμμαχίας.
Η Αυστρία και η Πρωσία αντέδρασαν, η Γαλλία όμως αποδέχτηκε το Πρωτόκολλο. Τον Ιούλιο του 1827 Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία υπογράφουν τη Συμφωνία του Λονδίνου με όρους ταυτόσημους με το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, με την προσθήκη όμως μυστικού άρθρου που πρόβλεπε τα μέσα επιβολής και εξαναγκασμού αν τα αντιμαχόμενα μέρη, Ελλάδα και Τουρκία, δεν αποδέχονταν τους όρους της Συμφωνίας του Λονδίνου.
Στις 16 Αυγούστου 1827 οι πρεσβευτές των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, Αγγλίας, Ρωσίας, Γαλλίας, στην Κωνσταντινούπολη επέδωσαν διάβημα στην Υψηλή Πύλη με το οποίο απαιτούσαν αποδοχή των όρων της Συμφωνίας του Λονδίνου εντός 15 ημερών. Η Τουρκία υποτίμησε την αποφασιστικότητα των Μεγάλων Δυνάμεων και απέρριψε τους προταθέντες όρους. Ως αποτέλεσμα οι Μεγάλες Δυνάμεις ενεργοποίησαν το μυστικό άρθρο της Συμφωνίας του Λονδίνου για στρατιωτική επέμβαση. Οι δυνάμεις των συμμαχικών στόλων που βρίσκονταν στη Μεσόγειο διατάχθηκαν να χρησιμοποιήσουν τα κατάλληλα μέσα για να εμποδίσουν τη συνέχιση των επιχειρήσεων. Ο Τουρκο- αιγυπτιακός στόλος ήταν συγκεντρωμένος στον κόλπο του Ναυαρίνου και στις 8 Οκτωβρίου 1827 άνοιξε πυρ εναντίον ενός μικρού αγγλικού πλοίου. Η αφορμή για επέμβαση είχε δοθεί. Οι ναύαρχοι των στόλων των τριών δυνάμεων, υπό τη διοίκηση του άγγλου Kodrigton, αποφάσισαν άμεση επέμβαση. Σε λίγες ώρες ο Τουρκο-αιγυπτιακός στόλος είχε διαλυθεί.
Η ναυμαχία του Ναυαρίνου υπήρξε μια ωμή επέμβαση των ισχυρών της γης υπέρ της ελληνικής υπόθεσης και σφράγισε πρακτικά το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Χωρίς το Ναυαρίνο η Ελληνική Επανάσταση πολύ απλά θα είχε καταπνιγεί.
Εκατόν ενενήντα ένα χρόνια μετά το 1821 η Ελλάδα εξακολουθεί να ευρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες των γεωπολιτικών και χρηματο- οικονομικών συμφερόντων των ισχυρών της γης. Το ρόλο της Αγγλίας ως παγκόσμιας υπερδύναμης έχουν αναλάβει οι Ηνωμένες Πολιτείες, ναυτική δύναμη και αυτή που αναζητεί στήριγμα στη Μέση Ανατολή, ιδίως ενόψει του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει και αντιμετωπίζει το μουσουλμανικό κόσμο. Οι Η.Π.Α. όμως έχουν ισχυρά συμφέροντα αναφορικά με ο,τιδήποτε κρύβει το υπέδαφος και ιδίως η υφαλοκρηπίδα μας, ορυκτά, πετρέλαιο, φυσικό αέριο.
Η Ρωσία έχει συμφέροντα ενεργειακού χαρακτήρα για την προώθηση μέσω της Ελλάδας του φυσικού αερίου της στην Ευρώπη αλλά και για απρόσκοπτη και ελεύθερη ναυσιπλοΐα μέσω Βοσπόρου- Ελλησπόντου- Αιγαίου.
Η Γαλλία, αν και μεσαία δύναμη, όπως άλλωστε και η Αγγλία, έχει συμφέροντα από την Ελλάδα σ΄ ότι αφορά τις μεσογειακές και ευρωπαϊκές της πολιτικές.
Η Γερμανία δεν ήταν το 1821 το ενιαίο κράτος που γνωρίζουμε σήμερα, αυτό έγινε μόλις το 1870 υπό τον Βίσμαρκ. Οι μακροπρόθεσμες επιδιώξεις της Γερμανίας είναι σήμερα ασαφείς. Το βέβαιο είναι ότι επιδιώκει βραχυ-μεσοπρόθεσμα την πολιτική και οικονομική κηδεμονία της Ευρώπης, κάτι που αναμοχλεύει μεγαλομανίες και πολιτικά πάθη του παρελθόντος.
Η Ελλάδα, αν και αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 2% του οικονομικού προϊόντος σε επίπεδο Ε.Ε. και 0,5% περίπου παγκοσμίως, αποτελεί επίκεντρο του διεθνούς χρηματο- οικονομικού περιβάλλοντος την τελευταία τριετία. Το βήμα αυτό δεν ενδείκνυται για ανάλυση του κατά πόσον το διεθνές χρηματο- οικονομικό σύστημα μας χρησιμοποιεί ως πειραματόζωα επιβολής μιας νέας διεθνούς οικονομικής τάξης, ή ως τον αδύναμο κρίκο για να προσβληθεί το ευρώ ή απλά για να εξαγορασθεί ο δημόσιος και ιδιωτικός μας πλούτος αντί πινακίου φακής. Το βέβαιο πάντως είναι ότι το διεθνές τραπεζικό σύστημα δάνειζε με υψηλά επιτόκια έως το 2000, επιτόκια που τη δεκαετία του 1980 ήταν ληστρικά, μια μικρή χώρα με υψηλό δημόσιο χρέος, που εδώ και 25 χρόνια είναι ορατό ότι φλερτάρει με την οικονομική χρεωκοπία, την αδυναμία δηλαδή του κράτους να ανταποκριθεί προσηκόντως στις οικονομικές του υποχρεώσεις τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και απέναντι στους δανειστές μας.
Το μόνο ασφαλές κριτήριο πιστοποίησης ότι μια χώρα οδηγείται στη χρεωκοπία δεν είναι, όπως νομίζουν πολλοί, τι ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος αποτελεί το δημόσιο χρέος της χώρας. Το πάνω όριο που επιβάλει η συμμετοχή μας στη ζώνη του ευρώ είναι 60% για το συγκεκριμένο ποσοστό. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας ήταν 14% το 1974, 28% το 1981, 70% το 1989 και 105% το 1993. Έκτοτε και μέχρι το 2008 κυμαινόταν μεταξύ 100 και 110% του ΑΕΠ, για να γίνει 120% το 2009 και να εκτοξευθεί στο 170% του ΑΕΠ το 2011 με την αισιόδοξη προοπτική μετά την απομείωση την προηγούμενη εβδομάδα των υποχρεώσεων του Ελληνικού Κράτους προς τους ιδιώτες κατά περίπου 105 δισ. € σε σύνολο δημόσιου χρέους περίπου 360 δισ. €, να επανέλθει στο 120% του ΑΕΠ σε ορατό χρόνο και πάντως όχι πριν το 2020. Το μόνο ασφαλές κριτήριο ότι μια χώρα απομακρύνεται από τη χρεωκοπία είναι τι ποσοστό των κρατικών εσόδων δαπανάται για εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, ποσοστό που είναι πρακτικώς αδύνατο να ξεπερνά το 30%. Η Ελλάδα είχε το 2011 κρατικά έσοδα 51 δισ. € και δαπάνησε μόνο για τόκους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους 18 δισ. €.
Και σήμερα λοιπόν, όπως και το 1821 το διεθνές χρηματο- οικονομικό σύστημα έχει συμφέρον να μη καταρρεύσει η χώρα. Και τότε μας δάνειζαν με ληστρικά επιτόκια και σήμερα με πολύ επαχθείς όρους. Και σήμερα όπως το 1821 προϋπόθεση για την προοπτική της χώρας είναι πρώτα απ΄ όλα η ανόρθωση, να σταθούμε δηλαδή στα πόδια μας χωρίς δεκανίκια, χωρίς δηλαδή την έξωθεν συνδρομή, οποθενδήποτε και αν προέρχεται αυτή. Και σήμερα, όπως το 1821 πρέπει να παραμερίσουμε το εγώ και να προτάξουμε το εμείς.
Τα έθνη και οι κοινωνίες θυμούνται συνήθως τις επιτυχίες τους, τις οποίες μάλιστα ανάγουν σε εθνικές γιορτές. Αντίθετα προσπερνούν τις μεγάλες εθνικές αποτυχίες, τις οποίες και παραπέμπουν στην ιστορική λήθη. Μια τέτοια στρουθοκαμηλική προσέγγιση της ιστορίας είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, ιδίως για μια μικρή χώρα, σαν την Ελλάδα. Γιορτάζουμε τις στρατιωτικές επιτυχίες του Κολοκοτρώνη, του Μιαούλη, και των άλλων ηρώων του εθνικού αγώνα του 1821 και 1822, προσπερνούμε όμως ότι, από δικά μας λάθη, διχόνοιες και αδυναμία διαμόρφωσης εθνικής στρατηγικής, η ελληνική επανάσταση είχε σχεδόν σβήσει το 1826-1827 με τους Τουρκοαιγύπτιους του Ιμπραήμ κυρίαρχους στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη. Το ελληνικό κράτος του 1827-1829 ήταν συνέπεια των επεμβάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων υπέρ της ελληνικής υπόθεσης, γιατί έτσι εξυπηρετούντο τα γεωπολιτικά και χρηματο- οικονομικά συμφέροντά τους.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει και σήμερα, σ΄ ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, στο οποίο σημαντικό ρόλο εκτός από τα κράτη διαδραματίζουν οι τράπεζες και οι ροές κεφαλαίων και χρήματος. Μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα πρέπει να έχει ως στόχο την αυτάρκεια και τη μικρότερη δυνατή εξάρτηση από τους έξω, ακόμη και αν αυτοί χαρακτηρίζονται ως δήθεν εταίροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή οπουδήποτε αλλού. Οι διεθνείς συμμαχίες είναι εφήμερες, έχουν αφετηρία μόνον συμφέροντα και είναι επικίνδυνο για μια χώρα να στηρίζεται αποκλειστικά σ΄ αυτές. Αν όμως μια μικρή χώρα είναι αυτάρκης και ισχυρή, μπορεί να παίζει με τα συμφέροντα των άλλων προς ίδιον όφελος και όχι να υποτάσσεται άβουλα σ΄ αυτά. Και είναι όχι μόνο καταστροφικό αλλά και ανήθικο μια γενιά να απολαμβάνει ευημερία στηριγμένη σε δανεικά, που τελικώς καλούνται να πληρώσουν οι επόμενες γενιές, οι σημερινοί δηλαδή και οι αυριανοί νέοι. Γιατί κάτι τέτοιο μας οδηγεί σε εσωτερικές συγκρούσεις, σε νέους διχασμούς, σε εσωτερική αποσύνθεση, όπως έγινε με την επανάσταση μετά το 1822.
Ούτε όμως ο αυτοπεριορισμός μας στα γεωγραφικά εθνικά μας σύνορα μπορεί στο σημερινό κόσμο να μας οδηγήσει σε ανάταξη και ευημερία. Άλλωστε στην τρισχιλιετή ανθρώπινη ιστορία ευημέρησαν μόνο τα έθνη που ήταν ανοιχτά στον κόσμο και στο παγκόσμιο εμπόριο, στην καινοτομία, στο καινούργιο, στην αξιοποίηση των νέων ευκαιριών.
Θα πάρουμε κάποτε την τύχη της χώρας μας στα χέρια μας; Θα θέσουμε στόχους ρεαλιστικούς ανάλογους με τις δυνατότητές μας, με τα τόσα ταλέντα μας;
Θα παραδειγματισθούμε από τα καλά και τα κακά του αγώνα του 1821:
Τελικώς όσοι δεν διδάσκονται από την ιστορία καταδικάζονται δυστυχώς να την ξαναζήσουν. Και η εσχάτη πλάνη μπορεί να αποδειχθεί πολύ χειρότερη από την πρώτη.
Και θα είναι εσχάτη πλάνη να νομίσουμε ότι μπορούμε να ζήσουμε μόνοι και αυτοπεριορισμένοι σε ένα σύνθετο κόσμο. Ότι μπορούμε να συνεχίσουμε το εθνικό σπορ της διχόνοιας και των εκατέρωθεν κατηγοριών. Δεν γίνεται τίποτε, νέοι και νέες, χωρίς αγώνα, χωρίς ενότητα, χωρίς στρατηγική, χωρίς μέθοδο και υπομονή. Ισχύει σήμερα χωρίς καμία παραλλαγή ο όρκος που έδινε ο ανώνυμος αγωνιστής του 1821: «ίνα αμύνω την πατρίδα μου και μόνος και μετά πάντων και ιερά τα πάτρια τιμήσω…»
Σας ευχαριστώ.